- υμενόπτερος
- -η, -ο / ὑμενόπτερος, -ον, ΝΑαυτός που έχει υμενώδεις πτέρυγεςνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υμενόπτεραζωολ. πολυπληθέστατη τάξη εντόμων, η τρίτη κατά σειρά, με 110.000 περίπου είδη, τα οποία, συνήθως, φέρουν δύο ζεύγη μεμβρανωδών φτερών, από όπου και η ονομασία τής τάξης, και στα οποία περιλαμβάνονται τα μυρμήγκια, οι μέλισσες και οι σφήκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. σαρκό-πτερος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. hymenoptera].
Dictionary of Greek. 2013.