υμενόπτερος

υμενόπτερος
-η, -ο / ὑμενόπτερος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει υμενώδεις πτέρυγες
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υμενόπτερα
ζωολ. πολυπληθέστατη τάξη εντόμων, η τρίτη κατά σειρά, με 110.000 περίπου είδη, τα οποία, συνήθως, φέρουν δύο ζεύγη μεμβρανωδών φτερών, από όπου και η ονομασία τής τάξης, και στα οποία περιλαμβάνονται τα μυρμήγκια, οι μέλισσες και οι σφήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. σαρκό-πτερος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. hymenoptera].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑμενόπτερος — mem brane winged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υμενόπτερος — η, ο 1. που έχει φτερά με κατασκευή υμένα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υμενόπτερα τάξη εντόμων που έχουν δύο ζεύγη από μεμβρανώδεις πτέρυγες (μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια κ.ά.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑμενόπτερον — ὑμενόπτερος mem brane winged masc/fem acc sg ὑμενόπτερος mem brane winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμενοπτέρους — ὑμενόπτερος mem brane winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμενόπτερα — ὑμενόπτερος mem brane winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Himenóptero — (Del gr. hymen, membrana + pteron, ala.) ► adjetivo/ sustantivo masculino ZOOLOGÍA Perteneciente a un orden de insectos masticadores y chupadores de metamorfosis completa, con cuatro alas membranosas y transparentes y con un aparato bucal… …   Enciclopedia Universal

  • υμενόπτερα — τα, Ν ζωολ. βλ. υμενόπτερος …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • himenóptero — (Del gr. ὑμενόπτερος). 1. adj. Zool. Se dice de los insectos con metamorfosis complicadas, como las abejas y las avispas, que son masticadores y lamedores a la vez por estar su boca provista de mandíbulas y, además, de una especie de lengüeta.… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”